- ἐμπεδόφρων
- ἐμ-πεδό-φρων, ον, festes Verstandes, Sinnes
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εμπεδόφρων — ἐμπεδόφρων, ον (Α) αυτός που έχει σταθερό φρόνημα … Dictionary of Greek
ἐμπεδόφρων — steadfast of mind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek